θερμιδόμετρο

θερμιδόμετρο
το
(θερμ.) συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση τών ποσοτήτων θερμότητας που εκχωρούν ή προσλαμβάνουν τα σώματα υπό ποικίλες επιδράσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. calorimeter].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θερμιδόμετρο ιονισμού — Όργανο που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της ενέργειας των σωματιδίων της κοσμικής ακτινοβολίας. Τα σωματίδια της κοσμικής ακτινοβολίας, με υψηλές ενέργειες αλληλεπιδρούν με ένα παχύ στρώμα ύλης μέσα στο θ.ι. με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • θερμότητα — Μορφή ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο λόγω της ύπαρξης διαφοράς θερμοκρασίας. Στην πλήρη και ακριβή έννοια του όρου θ. φτάσαμε μόνο όταν έγινε δυνατό να αποδειχθεί πειραματικά και θεωρητικά η ισοδυναμία μεταξύ θ. και ενέργειας …   Dictionary of Greek

  • θερμιδομετρία — Η μέτρηση των ποσοτήτων θερμότητας που εκλύεται ή απορροφάται κατά τη διάρκεια διαφόρων φυσικοχημικών φαινομένων. Με τις μεθόδους της θ. καθορίζονται οι θερμοχωρητικότητες των υλικών, οι λανθάνουσες θερμότητες υλικών στις διάφορες αλλαγές φάσης… …   Dictionary of Greek

  • Ρενιό, Ανρί-Βικτόρ — (Regnault, Eξ λα Σαπέλ 1810 – Παρίσι 1878). Γάλλος φυσικοχημικός. Η οικογένεια του δεν ήταν εύπορη και υποχρεώθηκε να κάνει μεγάλες θυσίες για να μπορέσει να συνεχίσει τις σπουδές του. Νέος ακόμα, το 1840, διορίστηκε καθηγητής της χημείας στην… …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • Θερμοχημεία ή χημική θερμοδυναμική — Τομέας της φυσικοχημείας που μελετά τις σχέσεις μεταξύ της χημικής και της θερμικής ενέργειας κατά τις χημικές αντιδράσεις. Οι σχέσεις αυτές βασίζονται στους νόμους της διατήρησης της ενέργειας, η οποία στηρίζεται στη γενική υπόθεση ότι η… …   Dictionary of Greek

  • Μπούνσεν, Ρόμπερτ Βίλχελμ φον- — (Robert Wilhelm von Bunsen, Γκέτινγκεν 1811 Χαϊδελβέργη 1899). Γερμανός χημικός. Ονομάστηκε υφηγητής στο Γκέτινγκεν (1833) και δίδαξε στα πανεπιστήμια του Κάσελ Μάρμπουργκ, Μπρεσλάου και τελικά εγκαταστάθηκε στη Χαϊδελβέργη. Ήταν ικανότατος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”